Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20

Συνέντευξη Τατού Αγγελική Δέδε





Πες μου λίγα λόγια για το έργο.
«Η Επιστροφή της Ιφιγένειας» είναι ένας θεατρικός μονόλογος του Γιάννη Ρίτσου, που διατηρεί όμως και την ποιητική φόρμα με τα κατεξοχήν λυρικά της στοιχεία. Σε πραγματικό χρόνο η Ιφιγένεια απευθύνεται στον Ορέστη, ο οποίος είναι στο δωμάτιο. Έχουν μόλις γυρίσει πίσω στον τόπο τους, εδώ και τρεις ημέρες, μετά την αναγνώρισή τους στην Ταυρίδα. Η σιωπή των αδελφών θα σπάσει από την ίδια την Ιφιγένεια, η οποία θα φέρει στην επιφάνεια όλα όσα ζήσανε, όλα όσα δε ζήσανε και όλα όσα προορίστηκαν να ζήσουν. Είναι δύο άνθρωποι, οι οποίοι από τη στιγμή που γεννήθηκαν, ζήσανε πράγματα που τους επέβαλλαν. Δεν επέλεξαν τις ζωές τους.


«Η Επιστροφή της Ιφιγένειας» γράφτηκε το 1972. Πόσο ανταποκρίνεται το έργο στη σημερινή πραγματικότητα;
Πιστεύω ότι ανταποκρίνεται, γιατί κατ’ αρχάς το κείμενο είναι του Γιάννη Ρίτσου που ως μέγας ποιητής είναι πάντα επίκαιρος. Επίσης, πιστεύω ότι μέσα από το λόγο αυτό της Ιφιγένειας, η οποία έζησε μια ζωή που δεν επέλεξε, μπορούν να γίνουν αρκετοί συσχετισμοί με το σήμερα. Στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες οι περισσότεροι άνθρωποι ζούμε ζωές που δεν «επιλέγουμε». Καλούμαστε να «θυσιαστούμε» όπως και η Ιφιγένεια για το γενικότερο καλό, όπως μας λένε, αλλά μάλλον είναι λόγια μάταια και αφηρημένα χωρίς χειροπιαστό αντίκρισμα Νιώθω δηλαδή ότι ως κοινωνία στην Ελλάδα «θυσιαζόμαστε» και εμείς όπως και η Ιφιγένεια. Δεν ξέρω αν θα μας σώσει κανείς και αν θα βάλει κανένα ελάφι στη θέση μας (γέλια), αλλά νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα βασικά σημεία που ο λόγος αυτός έχει διαχρονική ισχύ και ιδιαιτέρως στο σήμερα. Άλλωστε τόσο το μυθολογικό υπόβαθρο του έργου όσο και το αρχαιοελληνικό θέατρο για εμάς τους Έλληνες είναι πάντα σημείο αναφοράς.

Τι θα αποκομίσει ο θεατής από αυτή την παράσταση;
Αφενός, το λόγο μιας γυναίκας και τις πτυχές της προσωπικότητάς της, όπως παρουσιάζεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία η σχέση με τη μάνα της, με τον αδερφό της, τον πατέρα της, σχέσεις και συμπεριφορές, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για μια γυναίκα, αφετέρου όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου που του επιβλήθηκε συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Ακόμα και τώρα που η σιωπή της έχει διαρραγεί, εξακολουθεί να αισθάνεται πάνω της και στη ζωή της το βάρος μιας έξωθεν επιβεβλημένης επιλογής. Τελικά, θεωρώ ότι αυτός είναι και ο πυρήνας του μονολόγου: από τη μια ο εγκλωβισμός αυτής της γυναίκας σε κοινωνικά πλαίσια και μοτίβα πέρα από την ψυχοσύνθεσή της και από την άλλη το ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο των μηνυμάτων του έργου μέσα από την πολυπλοκότητα και την ιδιαιτερότητα ενός καταπιεσμένου ψυχισμού.

Η παράσταση παίζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Τι σε έκανε να επιλέξεις το ίδιο έργο και φέτος;
Το βασικό είναι ότι ο λόγος του Γιάννη Ρίτσου είναι ένας περίτεχνα φιλοσοφημένος και βαθύς λόγος που εξελίσσει τη δυναμική του σε καλά υπολογισμένες εκφραστικές και ψυχολογικές δομές. Η περσινή παράσταση ήταν για μένα «δοκιμή» και «σχολείο». Ήταν μαθητεία και σπουδή του λόγου του και των νοημάτων του. Φέτος νιώθω πια πιο εξοικειωμένη με όσα συνέβησαν στην προηγούμενη διαδρομή. Τώρα, νομίζω ότι αναμετριέμαι με τα «μεγέθη» του έργου, αν όχι ισοδύναμα, πάντως πιο καθαρά και συνειδητά. Αυτό δε σημαίνει ότι πέρυσι δεν είχα συναίσθηση του τι έκανα. Σε κάθε παράσταση κάτι αλλάζει μέσα μου. Ολοένα βαθαίνει ο λόγος και το συναίσθημα. Ο βασικός λόγος είναι αυτός και ο δεύτερος και πιο «πεζός» είναι ότι μ’ αρέσει πάρα πολύ όλη αυτή η διαδρομή μέσα από αυτό το συγκεκριμένο ρόλο, καθώς και η εξαιρετική συνεργασία που είχαμε με το Μανώλη Ιωνά, το σκηνοθέτη της παράστασης.

Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η επιτυχία της συγκεκριμένης παράστασης;
Κατ’ αρχάς στην έμπειρη και καλά εκπεφρασμένη θεώρηση του έργου από το σκηνοθέτη Μανώλη Ιωνά, ο οποίος, πραγματικά, με μινιμαλισμό θα έλεγα και με πολύ λίγα και συγκεκριμένα στοιχεία τονίζει όλη τη δύναμη και την εσωτερικότητα αυτής της γυναίκας. Αλλά και η δική μου διαδρομή βιώνοντας αυτό το ρόλο, η οποία σε οδηγεί στο να προβάλεις ανάγλυφα τα συναισθήματα. Δηλαδή αυτή η γυναίκα έχει πολλαπλές εναλλαγές συναισθημάτων. Οπότε ο θεατής παρασύρεται μέσα από αυτό και ακολουθεί όλη αυτή τη διαδρομή, πιστεύω, ευχάριστα. Νομίζω ότι αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι όσον αφορά τους εκτελεστές και το πώς έχει δομηθεί το έργο. Από κει και πέρα σίγουρα θα ξαναπώ ότι είναι ένα κείμενο του Γιάννη Ρίτσου. Αυτό τα λέει όλα.

Έχει κοινά στοιχεία η Ιφιγένεια με σένα;
Ναι. Το βασικότερο γενικά είναι ότι ως γυναίκα σίγουρα έχω αισθανθεί όλες αυτές τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων και σε πολλά πράγματα την καταλαβαίνω. Σίγουρα, όσον αφορά τη σχέση με τη μάνα, με τον πατέρα νομίζω ότι όλες οι γυναίκες τα βιώνουμε αυτά. Από κει και πέρα έχω ένα περίεργο κοινό στοιχείο όσον αφορά το ότι προορίστηκε για πράγματα που δεν επέλεξε. Εγώ, βέβαια, δεν έζησα κάτι που δεν έχω επιλέξει, απλά θεωρώ ότι μεγαλώνοντας στην επαρχία «εγκλωβίστηκα», καθώς δεν είχα τη δυνανότητα των επιλογών που θα κάλυπταν βασικές πνευματικές, κυρίως, ανησυχίες. Από πολύ μικρή ήθελα να ασχοληθώ με τις τέχνες και στην επαρχία δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Βέβαια, με μεγάλη στήριξη της οικογένειάς μου και με μεγάλες προσπάθειες κατάφερα να κάνω αυτά που ήθελα. Αλλά σίγουρα, μέχρι να φύγω από την επαρχία για σπουδές, το κενό υπήρχε και έπρεπε να το «γεμίσω». Σκέφτομαι καμιά φορά, δεν είναι πραγματικά όλη αυτή η εμπειρία μου από την επαρχία ένας κρίκος που με δένει με τη ζωή αυτής της ηρωίδας; Και η απάντηση είναι καταφατική.

Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο έργο;
Η γυναίκα αυτή εμένα πάντα μου φάνταζε μυθικό πρόσωπο, πάντα τη φανταζόμουν πως είναι μια πολύ όμορφη που την πήρε η Άρτεμις και άφησε το ελάφι, δηλαδή όλο αυτό μου φαντάζε πάντα ως ένα πολύ ωραίο παραμύθι. Ειδικά η στιγμή της θυσίας. Με ιντριγκάρει όλο αυτό, δηλαδή ότι ζούσε, ενώ όλοι τη θεωρούσαν νεκρή. Σίγουρα, η συνθήκη του ίδιου του έργου με την επιστροφή της και το μονόλογό της, στον οποίο μιλάει για την απώλεια. να και άλλο ένα στοιχείο που με συνδέει μαζί της, γιατί έχοντας βιώσει και η ίδια την απώλεια πρόσφατα μετά από αιφνίδιο θάνατο δύο πολύ αγαπημένων μου προσώπων νιώθω απόλυτα δεμένη με τη μοίρα αυτής της γυναικείας φιγούρας. Οπότε όλη αυτή η αναδρομή της στο παρελθόν, το ότι μιλάει με τον αδερφό της με ένα πρόσωπο που έχουν βιώσει όλα αυτά, επίσης μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Η συμμετοχή της και ταυτόχρονα η απόστασή της από τα πράγματα που την πολιορκούν.

Ποια ατάκα του έργου σε χαρακτηρίζει περισσότερο και γιατί;
Είναι πολλές φράσεις από το κείμενο που με χαρακτηρίζουν, πάντα που μένει ως κορύφωμα το«Γιατί περιμένουμε ακόμα μέσα σε αυτή την ερήμωση, τι περιμένουμε ακόμη»; Αυτό, γιατί είναι ένα σημείο που πραγματικά με βοηθάει να συνδέομαι άμεσα με το σήμερα. Γιατί πιστεύω ότι είναι ένα ερώτημα που όλους, ίσως, μας έχει περάσει αυτή τη στιγμή από το μυαλό. Τι περιμένουμε μέσα σε αυτό το χάος; Γιατί περιμένουμε; Πιστεύω ότι είναι ένα βασικό σημείο που συνδέει το κείμενο με το σήμερα. Γιατί λέει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «τι περιμένουμε λοιπόν μέσα σε αυτή την ερήμωση»και είναι κάτι που εκείνη την ώρα απευθύνω και στον κόσμο, νοητά βέβαια.


Είσαι χορεύτρια, πιανίστρια και ηθοποιός. Ποιο απ’ όλα σε εκφράζει περισσότερο και γιατί;
Με εκφράζουν όλα. Παίζω πιάνο από 6 χρονών, οπότε το πιάνο είναι ένα αναφαίρετο κομμάτι της ζωής μου. Χορεύτρια έγινα μετέπειτα, αλλά ήταν κάτι, το οποίο, επίσης, αναζητούσα από πολύ μικρή. Ηθοποιός έγινα τώρα. Πιστεύω ότι το θέατρο τελικά είναι αυτό που θα με χαρακτηρίσει περισσότερο, γιατί μπορώ και χρησιμοποιώ όλα αυτά τα μέσα μαζί. Είναι κάτι που με ολοκληρώνει. Νιώθω γεμάτη. Μπορώ και τη μουσική και το χορό και το λόγο να τα βάλω όλα κάτω από μια στέγη και αυτό πραγματικά με εκφράζει απόλυτα. Είτε να ερμηνεύσω είτε να συνθέσω η ίδια είτε να χορέψω. Πάντα κάνοντας το ένα έψαχνα κάτι άλλο, ποτέ δεν ήθελα να μείνω μόνο σε ένα πράγμα. Πάντα με ενδιέφερε το πώς θα το εξελίξω. Και νομίζω ότι βρήκα τον τόπο.

Έχεις πρότυπα;
Τα πρότυπα για μένα είναι οι καλλιτέχνες. Μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί, οι οποίοι είναι καλλιτέχνες στη ζωή και έχουν ως κυρίαρχο μέσο τη δουλειά, δουλεύουν πολύ δηλαδή, εργάτες της τέχνης που λέω πολλές φορές, αλλά ταυτόχρονα τους ενδιαφέρει η ψυχή, η ειλικρίνεια πάνω στη σκηνή και αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο. Ούτε η αρτιότητα ούτε η τελειότητα είναι για μένα το σημαντικότερο. Χαρακτηριστικά μπορώ να πω ότι στο πιάνο αγαπώ και θαυμάζω πάρα πολύ τον Vladimir Horowitz που για μένα είναι από τους κορυφαίους πιανίστες. Όταν τον ακούς, πραγματικά ανακαλύπτεις έναν άλλο δρόμο μέσα στα κομμάτια. Από χορευτές για παράδειγμα, η Sylvie Guillem, η οποία είναι μια άρτια χορεύτρια, μπαλαρίνα, παιδί-θαύμα, η οποία επέλεξε στην πορεία της ζωής της να κάνει κάτι διαφορετικό, να επιλέξει το σύγχρονο χορό, την τέχνη του χορού ως έκφραση αισθημάτων και συναισθημάτων. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έσπασαν τα καλούπια, το καλούπι του άρτιου, του τέλειου. Και στο θέατρο, τώρα θα πω τους δασκάλους μου, γιατί στο θέατρο είμαι στα πρώτα βήματα, οπότε εννοείται ότι θαυμάζω πάρα πολύ το σκηνοθέτη μου Μανώλη Ιωνά, όχι επειδή είναι σκηνοθέτης μου, αλλά για τον τρόπο που προσεγγίζει την τέχνη και τη δουλειά του, τον τρόπο που ερμηνεύει και «διδάσκει». Φυσικά και τη Ρούλα Πατεράκη, η οποία είναι δασκάλα μου στη σχολή και τη θαυμάζω σε όλα της. Τη θεωρώ μεγάλη δασκάλα και μεγάλη καλλιτέχνιδα και όσον αφορά τη δουλειά αλλά και όσον αφορά την ερμηνεία της τέχνης.

Υπάρχει κάποιος ρόλος που ονειρεύεσαι να ερμηνεύσεις;
Όχι δεν υπάρχει. Πιο πολύ ονειρεύομαι να ερμηνεύω. Για μένα η σκηνή σε ό,τι έχω κάνει για κάποιο λόγο ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι μου, αλλά δεν έχω τέτοιες βλέψεις, ακριβώς επειδή στο θέατρο αφενός είμαι νέα και αφετέρου το βλέπω πολύ φρέσκα. Με ενδιαφέρουν όλοι οι ρόλοι. Αν αυτή τη στιγμή μου έλεγες να παίξω κάτι, θα το έπαιζα ευχαρίστως, με ενδιαφέρουν τα πάντα αυτή τη στιγμή.

Τι προτιμάς περισσότερο, κωμωδία ή δράμα;
Έχω ξεκινήσει πολύ με δραματικά, αλλά και η κωμωδία με ενδιαφέρει πολύ. Είναι πολύ ενδιαφέροντα και τα δύο. Απλά πιστεύω, ότι ξεκινώντας με δράμα, επειδή έτσι έτυχε και έτσι ένιωσα πιο κοντά, το προτιμώ με την άποψη ότι νιώθω πιο ωραία και ανακαλύπτω πράγματα για τον εαυτό μου μέσα από αυτό. Αλλά και η κωμωδία πιστεύω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα να κάνει κανείς και θέλει μια ιδιαίτερη ικανότητα, την οποία, όμως, τώρα δεν μπορώ να ξέρω. Δεν έχω ασχοληθεί με την κωμωδία. Και πάλι θα πω ότι και τα δύο με ενδιαφέρουν εξίσου. Προτιμώ, όμως, τη συγκεκριμένη στιγμή το δράμα, γιατί θεωρώ ότι μπορεί να με βοηθήσει, ίσως, να βρω τα αισθήματά μου προκειμένου να προχωρήσω και να εξελιχθώ.